Σύνταξη κειμένου: Lesbianportal
Το ιστορικό
Με δημόσια ανάρτησή του (9 Δεκεμβρίου 2015) στο προσωπικό του ιστολόγιο, ο τότε Μητροπολίτης Καλαβρύτων-Αιγιαλείας Αμβρόσιος καταφέρεται εναντίον των ομοφυλόφιλων παρακινώντας τους χριστιανούς αδελφούς του σε βία εναντίον τους: «Μή διστάζετε, λοιπόν! Όταν καί όπου τους συναντάτε, φτύστε τους! Μη τους αφήνετε να σηκώνουν κεφάλι!» . Εννέα Έλληνες ομοφυλόφιλοι άντρες καταθέτουν μήνυση εναντίον του.
Στη δίκη της 15ης Μαρτίου 2018 στο Αίγιο, το κατηγορητήριο αναφερόταν στην τέλεση δύο πλημμελημάτων, το ένα για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους εναντίον ομοφυλόφιλων προσώπων, με βάση το άρθρο 1 του νόμου 4285/2014 για την καταπολέμηση του ρατσισμού και το δεύτερο για κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος με βάση τον (τότε) Ποινικό Κώδικα. Ο ιεράρχης κρίθηκε αθώος. Μετά τις εφέσεις, που ασκήθηκαν από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αιγίου και τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, οδηγήθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου, όπου, τη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019, κρίθηκε ένοχος σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών με τριετή αναστολή. Αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής υπερβλήθη στον Άρειο Πάγο. Κατά την εκδίκαση της, στις 30-06-2020, ο Άρειος Πάγος τελεσίδικα επιβεβαίωσε την ενοχή του Αμβρόσιου για όσα αδικήματα αφορούν στον αντιρατσιστικό νόμο καθώς και την αθώωσή του (λόγω αλλαγής του Ποινικού Κώδικα) σχετικά με την κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι κατά τη ψήφιση του αντιρατσιστικού νόμου, το 2014, τόσο ο νομικός όσο και ο πολιτικός κόσμος της χώρας είχε διχαστεί, είτε ιδεολογικά είτε ως προς την νομιμοποίησή του, αφού από πολλούς, ειδικά το άρθρο 1, θεωρούνταν ότι κινείται στα όρια της αντισυνταγματικότητας ως προς το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Η συγκεκριμένη δίκη ήταν αναμφιβόλως πολύ σημαντική για την ΛΟΑΤ κοινότητα στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο. Ήταν μια δίκη που επιβεβαίωσε ελλείψεις και ευκαιρίες ενώ ανέδειξε στερεότυπα και αναχρονισμούς ανατρέποντας όμως και χρόνιες παθογένειες. Επομένως, η συζήτηση που ξεκίνησε επ’ αφορμής αυτής της δίκης και της εν συνεχεία καταδίκης του ιεράρχη είναι εξέχουσας σημασίας για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Ελλείψεις και ευκαιρίες
Καταρχήν, η ιεραρχία της ελλαδικής εκκλησίας είναι εκτεθειμένη αφού όφειλε αυτή κυρίως να λάβει θέση απέναντι στο παραλήρημα του ποιμένα της. Η εκκλησιαστική ιεραρχία όφειλε να τοποθετηθεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο απέναντι σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις του “θεϊκού λόγου”, πρωτίστως γιατί το οφείλει απέναντι στο ποίμνιο της. Παραμένουν αποκλειστικά δική της υπόθεση ιεράρχες με μισαλλόδοξο λόγο όπως ο Αμβρόσιος, ο Σεραφείμ και λοιποί, και προφανώς δεν θα της πούμε εμείς τον τρόπο που θα κινηθεί. Ως έχοντες όμως έννομο συμφέρον, οφείλουμε να της υπενθυμίζουμε ότι δεν μπορεί να κρύβεται (αν κρύβεται) πίσω από το δικαίωμα του ελεύθερου λόγου αποσιωπώντας το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης και την αξία της ειρηνικής συνύπαρξης, πολύ περισσότερο όταν εμφανώς στη συγκεκριμένη υπόθεση είχαμε προτροπή σε βία. Ενώ οφείλει να γνωρίζει ότι η λαϊκή ρήση, “η σιωπή είναι χρυσός”, δεν αποτελεί εχέγγυο σε περίπτωση αναζήτησης ηθικής αυτουργίας στο μέλλον, μάλλον το αντίθετο.
Επίσης στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Αμβρόσιος, κατά τη διάρκεια της δίκης του, καταφέρθηκε και εναντίον της Ιεράς Συνόδου της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας για το θέμα της ομοφυλοφιλίας και μάλιστα με προβοκατόρικη γλώσσα, αν όχι με “εμπόλεμη διάθεση”. Το ρήγμα, επομένως, εντός της ελληνικής εκκλησίας είναι εδώ, και επιβεβαιώθηκε περίτρανα. Το ερώτημα που, επίσης, γεννάται έχει να κάνει με το γιατί επέλεξε να το αναδείξει με τόσο εμφατικό τρόπο στο πλαίσιο μιας τόσο εμβληματικής δίκης. Πιθανότατα γιατί το ρήγμα αυτό είναι μεγαλύτερο από ότι πιστεύουμε και αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος τελούσε υπό “διατεταγμένη αποστολή” να συσπειρώσει το κομμάτι αυτό της ελληνικής κοινωνίας που αντιστέκεται σθεναρά στην πρόοδο της χώρας. Εάν είναι έτσι, η ΛΟΑΤ κοινότητα οφείλει να το αξιολογήσει γιατί μοιάζει να έχει πλέον συμμάχους εντός της εκκλησίας. Τώρα πολύ περισσότερο, που στο παγκόσμιο θεολογικό επίπεδο υπάρχουν σοβαρές εξελίξεις για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία αναντίρρητα επηρεάζουν και τα ειωθότα στην καθ’ ημάς «βασιλεύουσα».
Παρόλα αυτά, η τότε δίκη του Αιγίου επιβεβαίωσε πλείστες όσες “Κασσάνδρες” για μια αναμενόμενη ήττα, που στεναχώρησε και απογοήτευσε πολύ ένα ευρύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αλλά οφείλουμε να συγχαρούμε τους συμπολίτες μας για το σθένος τους να σταθούν απέναντί του και να τον αντιμετωπίσουν εντός του δικού του “γηπέδου”. Και να κρατήσουμε ως σταθερά -και με υπερηφάνεια- το γεγονός, ότι οι οργανώσεις της ΛΟΑΤ κοινότητας έχουν παράγει σημαντικό δίκαιο στη χώρα τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιώντας με ορθό τρόπο όλα τα διαθέσιμα νομικά εργαλεία του δικανικού μας πολιτισμού, εθνικού και ευρωπαϊκού. Ακριβώς όμως γιατί η ΛΟΑΤ κοινότητα αποδείχτηκε μέσα στην δεκαετή οικονομική κρίση μια πολύ ανθεκτική και δημιουργική κοινότητα οφείλει, στον εαυτό της (και στην κοινωνία) μια επί της ουσίας σύνθεση και συσπείρωση δυνάμεων χωρίς αποκλεισμούς.
Στερεότυπα και αναχρονισμοί
Πολύ περισσότερο που η συγκεκριμένη υπόθεση (μαζί βέβαια με των Γιακουμάκη και Τοπαλούδη, αυτή της Χρυσής Αυγής που εξελίσσεται δικαστικά, καθώς και την προγραμματισθείσα για την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου) συνέβαλε στο να σταματήσουμε, ως ελληνική κοινωνία, να αγνοούμε τις σοβαρές απειλές που ελλοχεύουν και τις δυσκολίες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Το πρόσημο της συγκεκριμένης δίκης και καταδίκης κρίνεται γενικότερα θετικό ανεξαρτήτως των όποιων επιμέρους ενστάσεων και προβληματισμών. Και φυσικά αισιοδοξούμε εφόσον οι πολίτες του Αιγίου, σύμφωνα πάλι με τις μαρτυρίες, δε συμπαραστάθηκαν στον «Άγιο Καλαβρύτων» όπως ίσως αυτός θα ήθελε και προσδοκούσε. Ο λαός του Αιγίου ανέτρεψε πεποιθήσεις (και των ΛΟΑΤΚΙ υποκειμένων) περί οπισθοδρομικής επαρχίας, ενώ, γενικότερα ο λαός της Αχαΐας, στη συντριπτική του πλειοψηφία, αρνήθηκε να οργανώσει και να συμμετάσχει σε αρρωστημένες και παθογόνους καταστάσεις εναντίον ευάλωτων ομάδων συμπολιτών του. Και ως συμβολισμός είναι ισχυρός και κατά μία έννοια προοιωνίζει το μέλλον, ένα μέλλον πολύ πιο ισότιμο, πολύ πιο συμπεριληπτικό, δηλαδή πιο ανθρώπινο αφού η τοπική κοινωνία εκεί έδειξε να προηγείται των πολιτικών και των θεσμών, και αυτό επίσης δε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Επί της ουσίας όμως, το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο (Ν. 4285/2014) αποδείχτηκε μάλλον αδύναμο να αντιμετωπίσει,το ρατσιστικό λόγο μίσους και υποκίνησης σε βία σε εκείνη την πρώτη δίκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες παρευρισκόμενων εντός της δικαστικής αίθουσας, ο Ιεράρχης κατά την απολογία του ήταν πολύ πιο βίαιος από ότι στον γραπτό του λόγο: «Αν είχα όπλο, και μπορούσα από τον νόμο, θα το χρησιμοποιούσα να τελειώνουμε». Τόσο τα λόγια του Αμβρόσιου εντός της δικαστικής αίθουσας όσο και η πρωτόδικη εκείνη αθωωτική απόφαση εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τη Δικαιοσύνη αφού καταστρατήγησαν τα έννομα συμφέροντα της τιμής και της υπόληψης των εναγόντων. Πέραν τούτου, χαρακτηριστικά είναι όσα δήλωσε ο δικηγόρος Αντύπας Καρίπογλου: «Ο αντιρατσιστικός νόμος πέθανε μόλις… Προσωπικά έχω πολλές ενστάσεις για τον αντιρατσιστικό. Όμως, η μη εφαρμογή του στην περίπτωση αυτή, χωρίς να έχει κηρυχθεί αντισυνταγματικός από το δικαστήριο, είναι ντροπή για την δικαιοσύνη». Ταυτόχρονα δε, εκτέθηκε το κράτος και το πολιτικό προσωπικό της χώρας αφού όπως δήλωσε την ίδια εκείνη ημέρα ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Η αποψινή αθώωση του μητροπολίτη για ανοιχτά ομοφοβικό λόγο επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά ότι ο αντιρατσιστικός νόμος είναι λάθος, διότι επιβάλλει αυξημένες προϋποθέσεις προτροπής και η εφαρμογή του όπως ερμηνεύεται δικαστικά δεν οδηγεί σε τιμωρία του σκέτου ομοφοβικού λόγου. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να συγκροτήσει μια νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την τροποποίησή του». Μια τέτοια τροποποίηση καθίσταται πλέον αδήριτη.
Χρόνιες παθογένειες
Στο ερώτημα γιατί ο Αμβρόσιος τόλμησε, η απάντηση επίσης ευλόγως αναζητείται στις πολιτισμικές και πολιτικές του καταβολές. Οι παρευρισκόμενοι όμως στην τότε πρωτόδικη διαδικασία μαρτυρούν ότι ο Αμβρόσιος απαξίωσε και αυτή ακόμη την υπερασπιστική γραμμή των συνηγόρων του (ότι δηλαδή δεν καταφέρονταν εναντίον ομοφυλόφιλων ατόμων αλλά των πολιτικών), περιπλέκοντας έτι περαιτέρω την κατάσταση. Επομένως, δεν θα τον αδικήσουμε εάν υποθέσουμε ότι το έκανε γιατί αισθάνθηκε ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο, ασφαλής και υπό την προστασία ενός παράλληλου κράτους, ενός πανταχού παρόντος παρακράτους. Μία τέτοια υπόθεση δε θα έπρεπε να εκπλήσσει, γνωρίζοντας ότι αυτό το παρακράτος έχει διαχρονικά γερά πλοκάμια (πολλαπλώς διαπιστωμένο άλλωστε) σε κατεξοχήν θεσμικούς χώρους στην Ελλάδα: στα σώματα ασφαλείας, την εκκλησία και την δικαιοσύνη καθώς επίσης και στην διοικητική μηχανή πολλών υπουργείων, χωρίς να αποκλείονται κατά καιρούς θύλακες του και σε άλλες δομές, π.χ. του αθλητισμού ή της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Παράλληλα, δε θα είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι η συγκεκριμένη δίκη ανέτρεψε (στο κομμάτι που της αναλογεί) χρόνιες παθογένειες αφού η υπόθεση δεν πήγε στο αρχείο αλλά αντιθέτως προβεβλημένος Μητροπολίτης κάθισε στο εδώλιο του κατηγορούμενου για 7 συνεχόμενες ώρες. Και αυτό, όντως, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο για την ελληνική κοινωνία πριν λίγα χρόνια, η οποία ακόμα δομεί ένα κομμάτι της υπαρξιακής και κοινωνικής της ανάπτυξης μέσω της εκκλησίας. Γιατί όπως είπε χαρακτηριστικά μια φίλη: «..χρειάζεται ακόμα και κατανόηση προς ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που μπορεί να μην έχει πρόβλημα με τους gay και να μην το νοιάζουν οι παπάδες αλλά του είναι κάπως ταμπού να δει παπά να καταδικάζεται», και συνέχισε, «το πράγμα όμως ξεκίνησε να μαζεύεται τώρα, αλλά θέλει ακόμα πολύ αγώνα με επιμονή και γνώση».
Και ενώ η ελληνική πολιτεία υπολείπεται σε όλες τις απαραίτητες εκείνες νομοθετικές και διοικητικές πρωτοβουλίες για τον διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία, η Δικαιοσύνη την ύστατη στιγμή έσωσε τη τιμή και την υπόληψη της, τόσο με την ένσταση των εισαγγελέων όσο και με την τελεσίδικη απόφαση του Άρειου Πάγου. Γιατί όπως δήλωσε στο ANTΙVIRUS σχολιάζοντας την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, η Κλειώ Παπαπαντολέων, μια εκ των τριών δικηγόρων της πολιτικής αγωγής: “Είναι μια ιστορική απόφαση για την Ελλάδα και απολύτως εναρμονισμένη με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είναι η πρώτη φορά που σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο τίθεται όριο στον εμπρηστικό, ρατσιστικό λόγο, όριο στο λόγο που υποκινεί το μίσος και τη βία. Η απόφαση αυτή συνιστά δικλείδα ασφαλείας και ασπίδα προστασίας για την ισότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Θεωρώ την απόφαση τομή για την προστασία των δικαιωμάτων στην χώρα μας”.