Σύνταξη/επιμέλεια κειμένου: LesbianPortal
Ο όρος “Γυναικοκτονία” εισάγεται επίσημα το 1976 από την εγκληματολόγο Νταϊάνα Ράσελ και ορίζεται ως «η δολοφονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες».
Σήμερα ο γενικός ορισμός είναι: δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας, αλλά και τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, όπως και περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, το εμπόριο ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.
Ο όρος γυναικοκτονία δεν αναφέρεται σε κάθε φόνο γυναίκας, αφορά μόνο στις περιπτώσεις που η γυναίκα δολοφονείται με έμφυλα κίνητρα. Όταν δηλαδή ο δράστης θεωρεί πως οι γυναίκες δεν νοείται να διαφωνούν, να ομιλούν, να αρνούνται ή/και δεν δικαιούνται να υπάρχουν. Στην πατριαρχική κοινωνία ο άντρας έχει εξουσία και η γυναίκα είναι κατώτερη του.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, έχουμε κατά μ.ο. 137 γυναίκες να δολοφονούνται ανά ημέρα. Στην Ελλάδα, το 2019 είχαμε 13 γυναικοκτονίες, το 2020 είχαμε 8 και με τη δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν, 4 μέσα στο α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Με βάση στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα έχει χαμηλό ποσοστό καταγεγραμμένων γυναικοκτονιών συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ αλλά αυτό εν μέρει οφείλεται και σε συστημικές ελλείψεις ως αποτέλεσμα και των ελλιπών οδηγιών και εκπαίδευσης στελεχών του τμήματος ανθρωποκτονιών στης Ελληνικής Αστυνομίας. Στα παραπάνω ζητήματα απάντησε και η ΠτΔ, κα Κατερίνα Σακελαροπούλου, με άρθρο της το Σάββατο 26/06/2021 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: “Είναι καιρός να αντιμετωπιστούν δραστικά, και στη χώρα μας, τα κενά ή τα ελλείμματα του δικαιικού μας συστήματος, ώστε να πάψει η διαιώνιση του καθεστώτος φόβου και υποταγής των γυναικών και να αναχαιτιστεί η κλιμάκωση της έμφυλης βίας, η οποία, με τη γυναικοκτονία, εκδηλώνεται στην πιο ακραία της μορφή. Η κοινωνία οφείλει να προστατεύσει αποτελεσματικά τις γυναίκες που πέφτουν θύματα έμφυλης βίας, μέσω της ενημέρωσης, της ενίσχυσης της αυτοπεποίθησής τους και της πολυδιάστατης στήριξής τους.”

Περαιτέρω, η ενδοοικογενειακή βία έχει καταστεί για τις Ευρωπαίες η πρώτη αιτία αναπηρίας και θανάτου, μεταξύ 15 και 44 χρόνων, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα αυτοκινητικά δυστυχήματα ή τον καρκίνο. Στην Ελλάδα, παρατηρείται επίσης σταθερά ανοδική τροχιά όπου τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με τον κ. Δημητρακόπουλο (αστυνόμος Β’, προϊστάμενος του γραφείου ενημέρωσης των δημοσιογράφων στη Θεσσαλονίκη), την περίοδο 2014-2018 η αύξησή τους διαμορφώνεται στο 34,45%. Συγκεκριμένα, όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν, το 2014 πανελλαδικά είχαν καταγραφεί 3.512 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα, τα οποία το 2015 σκαρφάλωσαν σε 3.572, το 2016 σε 3.838, το 2017 σε 3.930 και το 2018 έκαναν άλμα, φτάνοντας σε 4.722 με τις γυναίκες να αποτελούν σε ποσοστό 66,32% τα θύματα.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, θύματα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποτελούν μόνον οι σύζυγοι / σύντροφοι, αλλά και τα παιδιά που εκτίθενται σε βίαιες πράξεις, ακόμα και όταν αυτές δεν στρέφονται άμεσα εναντίον τους. Στη χώρα μας, σύμφωνα με τις φεμινιστικές οργανώσεις, με τον νέο Νόμο για τη συνεπιμέλεια, το παιδί δεν αποτελεί φορέα δικαιωμάτων, καθώς τα «γονεϊκά» δικαιώματα του κακοποιητή υπερτερούν. Το δικαίωμά τους όμως στην ασφάλεια, το συμφέρον και οι ανάγκες τους πρέπει να προηγούνται και να υπερτερούν των «γονεϊκών δικαιωμάτων» του κακοποιητή / γυναικοκτόνου γονιού.