Σύνταξη κειμένου: Βασίλης Σωτηρόπουλος
Όταν οι υποθέσεις φερόμενων σεξουαλικών αδικημάτων “επωνύμων” φτάνουν στην δημοσιότητα, τότε είναι που συστηνόμαστε όλοι από την αρχή. Στο μάτι του εποικοινωνιακού κυκλώνα είναι που καταγράφεται ανάγλυφα ποιοι τιμούν τις αρχές τους, ποιοι είναι έτοιμοι να κάνουν εκπτώσεις, ποιοι τις εργαλειοποιούν και ποιοι ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού, του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει καταγγείλει πολλές φορές ότι για να κινηθεί η Πολιτεία αποτελεσματικά με το σύστημα Δικαιοσύνης που έχουμε στην Ελλάδα σε μια περίπτωση κακοποίησης ανήλικου, ο ίδιος ο ανήλικος είναι υποχρεωμένος να δώσει πολλές καταθέσεις σε διάφορες αρχές, υπηρεσίες, διαδικασίες. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Τα παιδιά πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταγγείλουν το οτιδήποτε, με πλήρη προστασία τους. Μια ιδέα είναι η νομοθέτηση για την υποχρεωτική προσθήκη κουμπιού – συναγερμού σε κάθε διαδικτυακή εφαρμογή που απευθύνεται σε παιδιά, ώστε οι αρχές να κινούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα. Ας θυμίσουμε για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχει πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και ολοκληρωμένο σύστημα whislteblowing για τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει την νομοθετική προτεραιότητα, ακόμη και στο πλαίσιο ενσωμάτωσης της σχετικής Οδηγίας της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο.
Η υπόθεση Κορκολή, η υπόθεση Ασλάνη, η υπόθεση Μητροπολίτη Αττικής, η υπόθεση δημάρχου Αλμυρού Βόλου, η υπόθεση Ζαχόπουλου – Τσέκου ήταν εμβληματικές περιπτώσεις που είχαν πτυχές φερόμενης σεξουαλικής εκμετάλλευσης που απασχόλησαν με σκανδαλοθηρικό τρόπο την κοινή γνώμη. Δεν υπάρχουν ταυτίσεις ή αναλογίες με την σημερινή, αλλά υπάρχει μια χρήσιμη νομολογία για τον χειρισμό που οφείλουν να επιφυλάσσουν τα μέσα ενημέρωσης σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο χρυσός κανόνας του ΕΔΔΑ είναι ότι δεν μας εμποδίζουν οι απαγορεύσεις του ιδιωτικού βίου όταν το πρόσωπο έχει μια γενικότερη κοινωνική επιρροή (π.χ. δημόσιο αξίωμα) και ιδίως όταν έχει περιπέσει σε κραυγαλέες αντιφάσεις στον δημόσιο λόγο του σε σχέση με την ιδιωτική του ζωή.
Από την άλλη πλευρά, οι δημόσιες αρχές δεσμεύονται πλέον νομοθετικά από την υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας. Άλλα πράγματα δικαιούται να γράψει ένας δημοσιογράφος, άλλα πράγματα δικαιούται να πει ένας πρωθυπουργός. Η Ελλάδα καταδικάστηκε στην υπόθεση Κώνστα, επειδή ο πρωθυπουργός και ο υπουργός δικαιοσύνης κατονόμασαν ως ένοχο άτομο που ακόμη δεν είχε καταδικαστεί σε δεύτερο βαθμό. Πολύ πρόσφατα έχουμε και ειδική νομοθεσία που ενσωματώνει ευρωπαϊκή οδηγία: Ν.4596/2019: “Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης” (Άρθρο 6).
Αυτές οι διατάξεις όμως βρίσκονται σε σχέση έντασης με το άρθρο 2 του Ν.2472/1997 που βρίσκεται ακόμη σε εφαρμογή και το οποίο ορίζει ότι με απόφαση του εισαγγελέα μπορεί να δημοσιοποιηθούν στοιχεία και φωτογραφίες επικίνδυνων για την κοινωνία κατηγορουμένων. Η διάταξη προστέθηκε το 2008 όταν ένας καταδικασμένος για βιασμό ανηλίκου είχε λάβει άδεια από τη φυλακή και βίασε άλλο ένα ανήλικο. Η απάντηση της Πολιτείας ήταν η μετατροπή της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα ώστε να δημοσιοποιούνται στοιχεία δραστών. Θυμόμαστε όλοι πώς αξιοποιήθηκε αυτή η διάταξη το 2012 με την υπόθεση των οροθετικών γυναικών. Είναι λάθος διάταξη. Η δημοσιοποίηση δεν πρέπει να γίνεται ανοιχτά προς τον γενικό πληθυσμό. Πρέπει να γίνεται με κωδικούς σε ειδικό χώρο ώστε να μπορεί να εισέρχεται κάθε άμεσα ενδιαφερόμενος (π.χ. γονέας) και να μπορεί να δει τις αναρτήσεις της Αστυνομίας. Ίσως έχει έρθει και η ώρα να συζητήσουμε για την δημιουργία ενός μητρώου sex offenders.
Υπάρχουν και οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για την δίωξη των εγκλημάτων κατά της σεξουαλικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Εκεί κάποιες ποινές είναι ιδιαίτερα χαμηλές. Κάποιοι θεωρούν ότι και η ηλικία συναίνεσης για τους ανήλικους των 15 ετών είναι πολύ χαμηλή. Αυτή όμως είναι μια μεγάλη συζήτηση που πρέπει να γίνει οργανωμένα και όχι με κραυγές και όσο βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα. Ούτως ή άλλως, οι σημερινοί κατηγορούμενοι θα δικαστούν με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεών τους, αφού δεν επιτρέπεται η επιβάρυνση των ποινών με μεταγενέστερο νόμο να οδηγήσει σε δυσχερέστερη ποινική μεταχείριση, όπως ορίζει το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο.
Πόσο έτοιμοι, πόσο ψύχραιμοι και πόσο καλά προετοιμασμένοι είμαστε να τα τηρήσουμε όλα τα παραπάνω και να ανοίξουμε και τις συζητήσεις που χρειάζονται για να βελτιωθούν τα υπάρχοντα συστήματα; Σε αυτά τα δύσκολα είναι όμως που θα κριθούμε όλοι μας, καθένας από την θέση του.