Antidoto
Πρώτο μέρος
Η ιστορία τους ξεκίνησε σαν παραμύθι. 27 χρόνια αγάπης, γεμάτα αναμνήσεις που φούντωναν σαν φλόγα που δε σταματά . Κάθε γωνιά του σπιτιού μιλούσε για αυτά τα χρόνια: η ταράτσα με τα βραδινά αστέρια και τις ψιθυρισμένες εξομολογήσεις, η κουζίνα γεμάτη αρώματα από τα πρώτα δείπνα που έφτιαξαν μαζί, ο καναπές που έγινε μάρτυρας αμέτρητων αγκαλιών και ταινιών. Κάθε αντικείμενο, μια ιστορία. Κάθε φωτογραφία, μια στιγμή αιώνια.
Η Νεφέλη, με το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της, είχε συναντήσει την Αγγελική στο μαγαζί που εργαζόταν πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες. Το πρώτο βλέμμα, το πρώτο αθώο χαμόγελο, ο πρώτος ήχος της φωνής της Αγγελικής, είχαν χαραχτεί στις καρδιές τους με ανεξίτηλα γράμματα. Μοιράστηκαν τα πάντα: τα όνειρα, τις ελπίδες, τους φόβους τους. Ο χρόνος που πέρασε μαζί τους έμοιαζε να έχει την ίδια γεύση, γλυκιά και πικρή ταυτόχρονα.
Η μαγεία των πρώτων χρόνων ήταν κάτι που καμία από τις δύο δεν περίμεναν. Ήταν εκείνες οι στιγμές που καθόντουσαν δίπλα στη θάλασσα, με τα μάτια κλειστά, και ο κόσμος γύρω τους φαινόταν να σταματάει. Έζησαν το παρόν με ένταση και πάθος, γεμάτες όνειρα και προσδοκίες για το μέλλον. Όμως, όσο περνούσε ο χρόνος, οι αναμνήσεις έδιναν τη θέση τους στην καθημερινότητα.
Μετά από τόσα χρόνια μαζί, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν αργά αλλά σταθερά. Η κούραση από τη ζωή τους, οι μικρές απογοητεύσεις, τα λόγια που δεν λέγονταν, οι παλιές πληγές που δεν είχαν κλείσει ποτέ, όλα αυτά έφεραν τη σιωπή. Η σιωπή μεταξύ τους ήταν η πιο δυνατή απ’ όλες τις λέξεις που είχαν πει ποτέ.
Η Νεφέλη θυμόταν τη στιγμή που είχαν πει για πρώτη φορά σ’αγαπώ. Το πρώτο τους φιλί. Ήταν το καλοκαίρι του 1997, σε κάποιο μαγαζί που είχαν πάει για ποτό. Το χάδι της Αγγελικής, το βλέμμα της γεμάτο εμπιστοσύνη, την έκανε να νιώσει ότι όλα ήταν δυνατά. Τώρα, όμως, οι στιγμές αυτές φάνταζαν τόσο μακρινές. Όσο κι αν ήθελαν να επιστρέψουν σ’ αυτές, οι πληγές ήταν βαθιές και δεν έκλειναν πια.
“Πόσο ωραία ήταν τότε, ε;” είπε η Νεφέλη,Η Αγγελική την κοίταξε, τα μάτια της γεμάτα συγκίνηση και πόνο. “Ναι, ήμασταν νέες, γεμάτες όνειρα… Θυμάμαι που χορεύαμε στον ήχο της μουσικής, χωρίς να ξέρουμε ότι ο χρόνος μας είναι περιορισμένος.”
Και ήταν αλήθεια. Ο χρόνος δεν περίμενε κανέναν. Στην αρχή, οι φωνές τους είχαν γεμίσει το σπίτι, οι συζητήσεις τους δεν τελείωναν ποτέ. Μα καθώς τα χρόνια πέρασαν, οι εντάσεις, οι διαφορετικοί ρυθμοί ζωής, τα αδιέξοδα, όλα αυτά τις απομάκρυναν χωρίς να το καταλάβουν. Και τώρα, πια, ο αποχωρισμός τους ήταν αναπόφευκτος.
Η Νεφέλη και η Αγγελική είχαν περάσει 27 χρόνια μαζί, γεμάτα από έρωτα , αναμνήσεις, γέλια, και κάποια δάκρυα. Βρήκαν καταφύγιο η μια στην αγκαλιά της άλλης, έζησαν τους πιο σημαντικούς τους φόβους και τα πιο τρελά τους όνειρα δίπλα η μία στην άλλη. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν σαν ένα πανέμορφο, αν και λίγο ακανόνιστο, έργο τέχνης, γεμάτο χρώματα και αποχρώσεις που φαινόταν να μην χάνουν ποτέ την αξία τους. Όμως, όταν η ζωή τους άρχισε να αλλάζει, οι αναμνήσεις που κάποτε έμοιαζαν αθάνατες, άρχισαν να θολώνουν.Το τελευταίο διάστημα, τα βλέμματά τους είχαν χάσει τη ζεστασιά που είχαν κάποτε. Οι μικρές τους αντιφάσεις άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερες.
Ίσως η αγάπη τους δεν ήταν πια αρκετή για να καλύπτει το χάσμα που είχε δημιουργηθεί. Ίσως η ζωή τους τους είχε οδηγήσει σε διαφορετικά μονοπάτια. Αλλά η αγάπη τους παρέμεινε, θαμμένη βαθιά μέσα στις καρδιές τους.
Η Αγγελική, από την άλλη, άρχισε να νιώθει ότι είχε ανάγκη να ανακαλύψει καινούργιες πλευρές του εαυτού της. Είχε αρχίσει να νιώθει την ανάγκη για κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν πια η ίδια γυναίκα που είχε ερωτευτεί η Νεφέλη, ούτε η γυναίκα που είχε αγαπήσει με πάθος για χρόνια.
Η Νεφέλη πάντα πίστευε πως ο χρόνος δεν είχε δύναμη πάνω στην αγάπη. Αγαπούσε την Αγγελική, όπως την αγαπούσε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει πριν 27 χρόνια. Η αγάπη τους ήταν σαν ένα ταξίδι χωρίς τέλος, σαν το πρώτο άρωμα που ψεκάστηκε στον αέρα, αλλά έμεινε για πάντα να πλανάται γύρω τους. Θυμόταν την πρώτη φορά που είχαν κοιτάξει η μία την άλλη στα μάτια και είχαν μιλήσει για τα όνειρά τους για το μέλλον. Θυμόταν τη νύχτα που, κάτω από τον ήχο της βροχής, της είχε ψιθυρίσει πως δεν θα φοβόταν τίποτα όσο ήταν μαζί της.
Μια μέρα, αφού είχε περάσει καιρός από εκείνη την τελευταία σιωπηλή, ανεκπλήρωτη συζήτηση, η Αγγελική πήρε την απόφαση. Κοίταξε τη Νεφέλη στα μάτια και της είπε, με έναν τόνο γεμάτο αμηχανία και θλίψη:
“Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο έτσι, Νεφέλη. Δεν είμαστε πια οι ίδιες. Εγώ… προχωράω τη ζωή μου. Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ πια, είναι απλά ότι το ταξίδι μας τελείωσε. Ίσως κάποια στιγμή ξαναβρεθούμε, αλλά… πρέπει να το κάνω αυτό για μένα.”
Η Νεφέλη ένιωσε το έδαφος να φεύγει από τα πόδια της. Η καρδιά της σπαραζόταν. Τα λόγια της φαινόταν να είναι η έκφραση ενός πολύ βαθύ πόνου που η Νεφέλη δεν μπορούσε να καταλάβει πλήρως, αλλά το ένιωθε.
Η απομάκρυνση ήταν αναπόφευκτη. Και όσο κι αν η Νεφέλη ένιωθε πως η αγάπη τους δεν είχε τελειώσει, η Αγγελική είχε προχωρήσει σε έναν άλλο δρόμο, έναν δρόμο που η Νεφέλη δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Και έτσι, εκείνη η μέρα ήρθε. Η μέρα που η Νεφέλη θα θυμόταν πάντα, καθώς ήταν η τελευταία φορά που η Αγγελική της είπε “καληνύχτα”.
Μετά την απόφαση της Αγγελική, η Νεφέλη ένιωσε χαμένη. Περνούσε ώρες ατελείωτες κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες τους. Θυμόταν τις μέρες που είχαν πάει εκδρομές, τα Χριστούγεννα που μοιράζονταν τα δώρα τους, τις μικρές στιγμές της καθημερινότητας που δεν είχαν καμία σημασία τότε, αλλά τώρα φαινόταν να είναι τα πιο πολύτιμα πράγματα στον κόσμο.
Αν και πόναγε βαθιά, η Νεφέλη προσπάθησε να σεβαστεί την απόφαση της Αγγελικής. Δεν μπορούσε να την κρατήσει κοντά της με τη βία, όσο κι αν την αγαπούσε. Η Αγγελική είχε αποφασίσει να προχωρήσει, να ανακαλύψει τον εαυτό της και τον κόσμο ξανά, και η Νεφέλη δεν μπορούσε παρά να την αφήσει να φύγει.
Όμως, η καρδιά της ήταν γεμάτη με όλα όσα είχαν ζήσει μαζί. Κάθε στιγμή τους είχε μείνει χαραγμένη σαν χρυσή αλυσίδα στη μνήμη της. Και παρά τον πόνο της απομάκρυνσης, ήξερε ότι η αγάπη τους θα ήταν πάντα εκεί, σαν μια φωτεινή ανάμνηση που κανένας χρόνος δεν θα μπορούσε να σβήσει.
Δεν χρειάστηκαν άλλα λόγια. Η αλήθεια είχε ειπωθεί εδώ και πολύ καιρό. Ο έρωτας τους δεν είχε τελειώσει, αλλά είχε μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσαν πια να κατανοήσουν.Η τελευταία τους βόλτα είχε τελειώσει. Ένα κεφάλαιο έκλεινε, αλλά η ιστορία τους, με όλες τις αναμνήσεις, θα ζούσε πάντα μέσα τους. Και οι δύο κοπέλες ήξεραν πως, ακόμα κι αν οι δρόμοι τους χώριζαν, το ταξίδι της αγάπης τους θα είχε μια θέση στην καρδιά τους για πάντα.
Ο χρόνος κύλησε αργά, και η Νεφέλη ήταν εκεί, στο παγκάκι, με το βλέμμα στραμμένο στον δρόμο. Κάθε ήχος της καρδιάς της της θυμίζε την αγαπημένη της, και το φως του φεγγαριού την συνόδευε στις νύχτες που ένιωθε μόνη. Αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να ελπίζει, περιμένοντας εκείνη τη μέρα που θα γύριζε η Αγγελική και θα την αγκαλιάσει ξανά, φέρνοντας μαζί της την ανανέωση μιας αγάπης που ποτέ δεν είχε σβήσει τελείως.
Έτσι, παρά τον χωρισμό τους, η Νεφέλη κρατούσε την ελπίδα ζωντανή, ότι η αγάπη μπορεί να είναι διαφορετική αλλά πάντα παρούσα. Η ζωή προχωρούσε όμως κανένα τέλος δεν ήταν πραγματικό τέλος..